- μαρμαρῶπις
- μαρμᾰρ-ῶπις, ιδος, ἡ,A turning to stone by a glance, Lyc.843; as riddling synonym for Ἀθηναία, Trypho Trop.p.195 S.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μαρμαρώπις — μαρμαρῶπις, ιδος, ἡ (Α) (ως προσωνυμία τής Αθηνάς) αυτή που με ένα βλέμμα μεταβάλλει κάτι σε μάρμαρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάρμαρος + ῶπις (< ὤψ, ὠπός «όψη, μάτι»), πρβλ. γλαυκ ώπις, κυαν ώπις] … Dictionary of Greek
μαρμαρῶπιν — μαρμαρῶπις turning to stone by a glance fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαρμαρώπιδος — μαρμαρῶπις turning to stone by a glance fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάρμαρος — μάρμαρος, ὁ (Α) 1. πέτρα κρυσταλλικής φύσης που αστράφτει στο φως 2. το μάρμαρο 3. έργο, καλλιτέχνημα από μάρμαρο 4. πέτρα τάφου, ταφόπετρα 5. κομμάτια που σπάζουν καθώς κόβεται ή πελεκιέται το μάρμαρο 6. ως επίθ. μάρμαρος, ον αυτός που λάμπει,… … Dictionary of Greek